- αντικανονικός
- -ή, -ό1. ο μη κανονικός, ο αντίθετος προς καθιερωμένους κανόνες2. (για κληρικό) αυτός που έχει χειροτονηθεί κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων3. (για μυστήριο) εκείνο που έχει τελεστεί από αντικανονικό κληρικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + κανονικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θεόκλητο Φαρμακίδη].
Dictionary of Greek. 2013.